- ἀπονέμω
- ἀπονέμω1 impart
ταῦτα, Νικάσιππ, ἀπόνειμον, ὅταν ξεῖνον ἐμμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς I. 2.47
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ταῦτα, Νικάσιππ, ἀπόνειμον, ὅταν ξεῖνον ἐμμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς I. 2.47
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀπονέμω — portion out pres subj act 1st sg ἀπονέμω portion out pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απονέμω — απονέμω, απένειμα (σπάν. απόνειμα) βλ. πίν. 125 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀπονεμῶ — ἀπονέμω portion out fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απονέμω — (AM ἀπονέμω) νεοελλ. προσφέρω, χορηγώ τίτλο, βραβείο ή τιμητική θέση αρχ. Ι. 1. δίνω μερίδιο, μοιράζω, αποδίδω 2. (Λογ.) μερίζω, διαιρώ 3. δίνω στον εαυτό μου ένα μέρος 4. παίρνω για τον εαυτό μου, επωφελούμαι … Dictionary of Greek
απονέμω — όνειμα, εμήθηκα, δίνω κάτι όπως είναι σωστό και δίκαιο: Στους αριστούχους απόφοιτους των λυκείων απονεμήθηκαν βραβεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπονενεμημένα — ἀπονέμω portion out perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀπονενεμημένᾱ , ἀπονέμω portion out perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀπονενεμημένᾱ , ἀπονέμω portion out perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονέμετε — ἀπονέμω portion out pres imperat act 2nd pl ἀπονέμω portion out pres ind act 2nd pl ἀπονέμω portion out imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονέμῃ — ἀπονέμω portion out pres subj mp 2nd sg ἀπονέμω portion out pres ind mp 2nd sg ἀπονέμω portion out pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονειμαμένων — ἀπονέμω portion out aor part mid fem gen pl ἀπονέμω portion out aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονειμάμενον — ἀπονέμω portion out aor part mid masc acc sg ἀπονέμω portion out aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονειμάντων — ἀπονέμω portion out aor part act masc/neut gen pl ἀπονέμω portion out aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)